- χρυσεκλέκτης
- χρῡσ-εκλέκτης, ου, ὁ,A one who picks gold-dust from river-sand, gold-washer, Lat. aurilegulus, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσεκλέκτης — ὁ, ΜΑ αυτός που συλλέγει χρυσό από την άμμο ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἐκλέγω «συλλέγω, διαλέγω»] … Dictionary of Greek